Το 1874 ένας νέος ηλικίας μόλις 27 ετών, ωθούμενος από έναν πόθο να ανυψώσει τόν νούν του καί τήν καρδιά του στίς ύψιστες σφαίρες τής αλήθειας καί τού φωτός, έκρουσε τήν θύρα τής Στοάς “Η αγαθοεργία” τής Βιέννης καί ζήτησε να γίνει δεκτός σε αυτήν. Ζητούσε να βρεί, γιά τόν ίδιο, τήν ύψιστη αξία τής ζωής, γιά να αφοσιωθεί σε αυτήν καί να ρυθμίσει πρός αυτήν τόν βίον του. Η θύρα άνοιξε γιά αυτόν, διότι διαπιστώθηκε ότι ήταν χρηστών ηθών άνθρωπος καί έγινε δεκτός σε αυτήν έν ονόματι τού Παγκοσμίου Τεκτονισμού. Ο νέος αυτός ήταν ο Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ, μία μουσική μεγαλοφυΐα, η οποία κατέπληξε τόν κόσμο. Η βιογραφία τού Μότσαρτ είναι γνωστή ώστε ελάχιστα μόνον από αυτήν θα γράψουμε καί κυρίως όσα θα μάς επιτρέψουν να λάβουμε αντίληψη τών βιωμάτων του, τών δεσμών δηλαδή τής ψυχής του πρός τόν εκτός αυτού κόσμο, τόν πραγματικό, τόν αισθητό, αλλά καί τόν νοητό, τόν ιδεατό καί θα μάς διευκολύνουν έτσι στό να αποκτήσουμε κάποια ιδέα περί τού πώς η μεγαλοφυΐα του μορφοποίησε το υπό τών αισθήσεων παρεχόμενο υλικό τών βιωμάτων του. Γεννήθηκε τόν Ιανουάριο τού 1756 στό Στρασβούργο τής Αυστρίας. Η μουσική του ιδιοφυΐα υπήρξε φαινόμενο στήν ιστορία τής μουσικής. Σε ηλικία μόλις τεσσάρων ετών, οπότε λογικά ακόμη δέν γνώριζε τούς μουσικούς νόμους, τού αρέσει να αυτοσχεδιάζει επάνω στό πιάνο μικρά μουσικά κομμάτια. Ετσι έφτασε μέχρι τού σημείου να παίξει ολόκληρο κονσέρτο δικής του εμπνεύσεως. Ο Βαυαρός εκλέκτορας, όταν τόν άκουσε, ψιθύρισε με δέος: “Ποιός θα τολμούσε να πιστεύσει ότι μέσα είς το μικρό αυτό κεφαλάκι χωρεί το άπειρον” . Σε ηλικία 6 ετών άρχισε με τόν πατέρα του καί τήν αδελφή του, όλοι τους μουσικοί, καλλιτεχνικές περιοδείες. Οι συναυλίες διαδέχονταν η μία τήν άλλη καί το παιδί φαινόμενο προκαλεί παντού κατάπληξη καί ενθουσιασμό. Επί 10 χρόνια το παιδί αυτό πού μεγαλώνει υποσιτιζόμενο, πού δέν τού επιτρέπεται να χορτάσει τόν ύπνο του, πού δέν έχει το δικαίωμα να παίζει σάν παιδί με τα άλλα παιδιά τής ηλικίας του, σέρνεται στίς πόλεις τής Ευρώπης καί επιδεικνύεται σάν το παιδί θαύμα, ως περίεργο… ζώον. Οι ζωγράφοι τής εποχής παριστάνουν το παιδί φαινόμενο καθισμένο επάνω σε ένα ψηλό κάθισμα εμπρός από ένα πιάνο παίζοντας καί περιστοιχιζόμενο από ευγενείς καί αριστοκράτες, σάν να ήταν το χαϊδεμένο παιδί μεγάλων καί ισχυρών. Καί όμως, κάτω από τόν μεγαλοπρεπή καί φανταχτερό αυτόν διάκοσμο, προβάλλει μία άλλη εικόνα, η οποία προκαλεί αβάσταχτη θλίψη. Ένας ταλαιπωρημένος μικρός, πού τόν εξαναγκάζουν να ξενυχτάει, να υποκλίνεται στούς ευγενείς, να σκορπάει βεβιασμένα μειδιάματα στίς μεγάλες καί επιβλητικές αίθουσες, πού είναι υποχρεωμένος να συναναστρέφεται με μουσικούς καί καλλιτέχνες με ιδιάζουσα νοοτροπία καί εκκεντρική συμπεριφορά. Κι όμως το περιβάλλον αυτό, η τόσο αποπνικτική αυτή ατμόσφαιρα γιά τήν ηλικία του, μέσα στήν οποία ανατρέφεται καί ζεί, δέν τόν παρασέρνει στήν κακία καί τήν διαφθορά. Δέν μνησικακεί, παραμένει αγνός καί καλός. Η καλοσύνη του διαχέεται αυθόρμητα με τήν ανάβλυση τής μουσικής του ιδιοφυΐας. Διατηρεί σε όλη του τήν ζωή τήν δροσερότητα τής παιδικής του ηλικίας. Είναι καί παραμένει ως άνθρωπος υπέροχος. Γιά να γνωρίσει κανείς τόν Μότσαρτ πρέπει να διαβάσει τίς πλήρεις χάριτος επιστολές, τίς οποίες έγραψε στούς δικούς του καί τών οποίων σημαντικός αριθμός σώζεται μέχρι σήμερα. Σε αυτές η θλίψις του ξεθυμένει γρήγορα γιά να δώσει τήν θέση της σε μία αισιοδοξία, σε μία πλήρη νότα χαράς. Αυτές οι επιστολές αποτελούν τήν εικόνα τού πνεύματός του, τής αγαθής καί αγνής καρδιάς του. Παρουσιάζουν ψυχή παιδιού αφοσιωμένου καί ποτισμένου με πίστη καί αγάπη. Σε ηλικία 10 ετών σε συνεργασία μετά του ήδη ένδοξου Χάϋντεν συνθέτει το πρώτο ορατόριόν του με τόν τίτλον “Το καθήκον τής πρώτης εντολής”. Ο Χάϋντεν ακούγοντας τα κουαρτέττα τού Μότσαρτ έγραψε στόν πατέρα του: “Δηλώ ενώπιον τού Θεού, ως τίμιος άνθρωπος, ότι ο υιός σας είναι ο μεγαλύτερος μουσικός εξ όσων γνωρίζω”. Τήν ίδια κρίση γιά τήν μεγαλοφυΐα του εξέφρασε ο Χάϋντεν καί όταν παρακαλέσθηκε να συνθέσει μία όπερα γιά τήν Πράγα όπου είχε δοθεί ο “Δόν Ζουάν” τού Μότσαρτ. “ Θα διέτρεχον πολλούς κινδύνους, απάντησε, διότι θα ήτο δύσκολον είς οιονδήποτε να συγκριθεί με τόν μεγάλον Μότσαρτ” . Παρακολουθώντας το σύνολο τών καλλιτεχνικών του εκδηλώσεων, πού είναι αυτό το σύνολο τών βιωμάτων του, «εν τη διηνεκεί ροή τών οποίων, έκαστος εξ αυτών είναι αντανάκλασις τού αιωνίου γίγνεσθαι, γινόμαστε μάρτυρες μιάς παλίρροιας καί αμπότιδος στήν εσωτερική του ζωή καί μιάς ακατάπαυστης παρακολουθήσης ενός ιδεατού κόσμου, ενός ιδεώδους υποκειμένου σε μία αέναη τελειοποίηση». Είναι ήδη ο μεγαλύτερος μουσουργός από τήν άποψη αισθήματος, σκέψεως, εξάρσεως καί μορφής. Οι σύγχρονοί του όμως, αφού θαύμασαν τα κατορθώματα τού παιδιού αυτού τού θαύματος, παραγνώρισαν τήν μεγαλοφυΐα του, μόλις έφτασε σε ορισμένη ηλικία. Η προτίμησίς τους στρέφονταν πρός πλήθος καλλιτεχνών χωρίς ιδιοφυΐα. ” Ητο περισσότερον ενδιαφέρον, όταν ήτο 6 χρόνων, λέει ένας σημαίνων αββάς. Τότε ήτο τη αληθεία ένα περίεργον ζώον”. Οι συνθέσεις τίς οποίες γράφει γιά να αντιμετωπίσει τίς ανάγκες του πληρώνονται σε εξευτιλιστικές τιμές καί χαρακτηρίζονται ως κατώτερες τών έργων άλλων συνθετών οι οποίοι σήμερα ούτε καν μνημονεύονται. Ο αρχιεπίσκοπος τού Στρασβούργου, τόν πληρώνει σάν μουσικό τής αυλής 25 φράγκα μηνιαίος καί τόν αφήνει έκθετο σε πολλές ταπεινώσεις. Η θέση του είναι μεταξύ τών υπηρετών μετά τών οποίων τρώει σε κοινό εστιατόριο. Καί όταν επιτέλους εξανίσταται, προκαλεί τήν μήνιν τού αρχιεπισκόπου, ο οποίος τόν βρίζει καί ο γραμματέας του τόν διώχνει με τίς κλωτσιές. Εν τω μεταξύ οι διαβολές τών ζηλόφθονων συνεχίζονται αδιάκοπες. Επί πλέον η οικονομική δυσπραγία η οποία τόν κατέτρεχε σε όλη του τήν ζωή φθάνει στό μη παρέκει. Καί οι θλίψεις καί οι οδίνες, οι οποίες δέν τόν άφησαν καθ’ όλη του τήν ζωή φτάνουν καί αυτές στό κορύφωμά τους. Τρομερή εργασία, στερήσεις, αθλιότητα, τόν φθείρουν πλέον ανεπανόρθωτα. Η υγεία του πολύ απέχει από τού να είναι καλή. Σε μία επιστολή πρός τόν πατέρα του γράφει πρός τα τέλη τού 1790.”Ω αγαπημένε μου πατέρα σε φιλώ καί το φιλί αυτό είναι το τελευταίον. Δέν θα ξαναφιληθούμε πιά”. Περνούσε τότε τούς τελευταίους μήνες τής γήϊνης υπάρξεώς του. Καί δέν ήταν παρά μόνον 35 ετών. Οι τελευταίες ημέρες τού Μότσαρτ συνδέθηκαν με τήν ιστορία τού Ρέκβιεμ. Διηγούνται ότι τήν άνοιξη τού 1791, οπότε ο Μότσαρτ ήταν απορροφημένος με τήν σύνθεση τού “Μαγεμένου Αυλού”, ένας άγνωστος, κατάμαυρα ντυμένος σάν αγγελιοφόρος τού θανάτου, εμφανίστηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες καί παρήγγειλε, απαιτώντας απόλυτη εχεμύθεια, να τού συνθέσει μία νεκρώσιμη ακολουθία, ένα Ρέκβιεμ, με χρόνο παραδόσεως πολύ σύντομο. Ο Μότσαρτ ο οποίος βρίσκονταν στήν αθλιέστερη όσο ποτέ οικονομική κατάσταση, δέχεται τήν παραγγελία καί επιδίδεται στό έργο αυτό μετά μεγάλου ζήλου καί πυρετώδη σπουδή…
Previous ArticleΙΛΛΟΥΜΙΝΙΣΜΟΣ, ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΣΥΜΒΟΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΥΘΟΙ.
Next Article Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΚΑΙ ΤΈΚΤΩΝ ΜΟΤΣΑΡΤ (ΜΕΡΟΣ Β)
